Η άποψη μας γύρω από τα σωματεία και τον συνδικαλισμό – Ά μέρος

Παρακάτω θα διαβάσετε ένα απόσπασμα από τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη άνοιξη (2024) εντός της συλλογικότητας ΚΤΑ (Κινήσεις για την Ταξική Αυτονομία) σχετικά με τα σωματεία και τον συνδικαλισμό. Σε αυτό το μέρος, εστιάζουμε στους λόγους για τους οποίους ο συνδικαλισμός σήμερα είναι απαξιωμένος και υποταγμένος στο κράτος και το κεφάλαιο.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού NEW WORKER TIMES. Στις σελίδες του επόμενου τεύχους, θα παραθέσουμε το δεύτερο μέρος της συζήτησης, το οποίο εξετάζει την αξία της θεσμικής εργατικής εκπροσώπησης, καθώς και τις δυνατότητες και τα όρια των σωματείων.

Εισαγωγικό σημείωμα

O παραδοσιακός, θεσμοποιημένος συνδικαλισμός, έχει χάσει σήμερα την κεντρικότητα του στον ταξικό ανταγωνισμό καθώς βρίσκεται σε βαθιά κρίση για δομικούς λόγους.

Ο κεϋνσιανισμός είναι το αποτέλεσμα των σκληρών, μαζικών και αρκετά αποτελεσματικών εργατικών και κοινωνικών αγώνων. Τα δυτικά κράτη ανέπτυξαν μηχανισμούς ρύθμισης και κοινωνικής πρόνοιας με σκοπό να αποσπάσουν την εργατική συναίνεση και την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Έτσι, ήρθε η θεσμοποίηση του συνδικαλισμού, η εγγυημένη πλήρης απασχόληση και οι αυξημένες κρατικές δαπάνες σε πρόνοια, υγεία, παιδεία, συντάξεις.

Η κορπορατιστική τριγωνική σχέση συνδικάτα-αφεντικά-κράτος που διαμορφώθηκε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κατέρρευσε υπό το βάρος της κρίσης του καπιταλισμού και το οριστικό γκρέμισμα του “κράτους πρόνοιας”. Τα τελευταία 40 χρόνια, το νεοφιλελεύθερο κράτος κατάφερε να διαλύσει το “κοινωνικό συμβόλαιο” με την εργατική τάξη για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση προς όφελος των συμφερόντων του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτής της επίθεσης αποτυπώθηκε με την μεταφορά της δυτικής βιομηχανίας σε χώρες κυρίως της Ασίας, την διάλυση των ισχυρών συνδικάτων και την ελαστικοποίηση της εργασίας.

Παλιότερες ρυθμίσεις και συμφωνίες μεταξύ εργατών και εργοδοτών που είχαν γίνει κρατικοί νόμοι, έχουν πάψει να ισχύουν. Η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων είναι πλέον μικρή. Στην ελληνική περίπτωση, στον ιδιωτικό τομέα μόνο το 1/5 των μισθωτών εργαζομένων έχει κάποια οργανωτική σχέση με τα σωματεία. Το ποσοστό των συνδικαλισμένων (σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) μειώνεται συνεχώς από 40% το 1989 σε 20,3% το 2016, παρουσιάζοντας απώλειες της τάξης του 20%1. Η εργασία έχει αναδιαρθρωθεί και η τεχνική σύνθεση της μισθωτής εργασίας έχει αλλάξει ραγδαία.

Πηγή: Visser, 2013, παρατίθεται σε Ζησιμόπουλος, 2018: 213. Η συνδικαλιστική πυκνότητα υπολογίζεται ως
ποσοστό του αριθμού των μισθωτών συνδικαλισμένων προς το σύνολο της μισθωτής απασχόλησης (καθαρή
συνδικαλιστική πυκνότητα). Στα μέλη δεν συμπεριλαμβάνονται οι αυτοαπασχολούμενοι, οι συνταξιούχοι, οι
άνεργοι και οι φοιτητές. Τα δεδομένα για τον υπολογισμό της συνδικαλιστικής πυκνότητας προέρχονται από
στοιχεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) και από βιβλιογραφικές αναφορές (Visser, 2013:
1-4).

Οι σκιές της απαξίωσης του συνδικαλισμού

Σήμερα, η εργατική τάξη δεν έχει χάσει μόνο την ταυτότητά της, αλλά και τον προσανατολισμό και την αυτοπεποίθησή της. Ακολουθούν ορισμένοι λόγοι που, στην ελληνική πραγματικότητα, συνέβαλαν στην απαξίωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και παράγοντες που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη συνδικαλιστικής δράσης στους χώρους παραγωγής. Κάποιοι από αυτούς αποτελούν διαχρονικές αιτίες υποβάθμισης, ενώ άλλοι συνδέονται με τις σημερινές συνθήκες, έχοντας διαφορετική επίδραση ο καθένας.

Δομή της παραγωγής

Η εποχή που η ύπαρξη μαζικών χώρων δουλειάς όπως τα εργοστάσια κι η συλλογική ζωή γύρω από αυτά ήταν βασικοί παράγοντες για την συγκρότηση της τάξης έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η έννοια της κοινότητας, όπως είχε διαμορφωθεί μέσα στις εργατικές συνοικίες, έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί. Τα συνδικάτα πλέον δεν παρέχουν λύσεις στα καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων, όχι μόνο στις συγκρούσεις με τους εργοδότες, αλλά και σε ζητήματα κοινωνικής αναπαραγωγής.

Στην ελληνική περίπτωση, όπου η οικονομία ήταν κυρίως προσανατολισμένη στον πρωτογενή τομέα, η αποβιομηχάνιση ξεκίνησε κατά τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90. Η διόγκωση του τριτογενή τομέα (υπηρεσίες), οδήγησε στη συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το μέγεθος της επιχείρησης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την συνδικαλιστική ένταξη των εργατ(ρι)ών. Το αίσθημα ότι οι εργαζόμενοι είναι συνέταιροι των προϊσταμένων και των εργοδοτών είναι πολύ έντονο στα μικρομάγαζα και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη συλλογικής δράσης. Στις μικρές επιχειρήσεις επικρατούν οι χειρότερες εργασιακές συνθήκες (αδήλωτη εργασία, χαμηλοί μισθοί) και ο φόβος της απόλυσης είναι μεγάλος. Οι εργαζόμενοι/νες είναι υποχρεωμένοι/ες να υποκύπτουν στους εκβιασμούς των αφεντικών. Έχει αποδειχτεί ότι ο μεγάλος αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ευνοεί τον κατακερματισμό των εργαζομένων και μειώνει την διαπραγματευτική τους δύναμη.

Ο μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα είναι το δημόσιο, στο οποίο απασχολείται περίπου το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο απολάμβαναν μια σειρά προνομίων σε αντίθεση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, όπως η μονιμότητα, υψηλότεροι μισθοί και επιδόματα. Εκτός όμως αυτών των προνομίων, στο ελληνικό δημόσιο διαμορφώθηκε μια γενικευμένη κατάσταση πελατειακών σχέσεων (ευνοϊκές μεταθέσεις / μετατάξεις / διορισμοί) και ένα καθεστώς “παροχών” (μειωμένα ωράρια, άτυπες άδειες) μέσα από την μεσολάβηση των κομμάτων εξουσίας. Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στην πολυδιάσπαση της τάξης και στην εμφάνιση διακρίσεων στο εσωτερικό της, οι οποίες αποδυνάμωσαν τις συλλογικές αξίες της αλληλεγγύης και της αγωνιστικής διεκδίκησης.

Κρατικοποίηση / κομματικοποίηση συνδικαλισμού

Είναι ευρέως γνωστή η αρνητική στάση και η καχυποψία που διακατέχει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης απέναντι στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αυτό είναι δικαιολογημένο, καθώς για δεκαετίες τα συνδικάτα συνέβαλαν στην εύρυθμη εφαρμογή των πολιτικών του κράτους και των επιδιώξεων του κεφαλαίου. Οι ηγεσίες των συνδικάτων φρόντιζαν να διατηρούν τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων υπό έλεγχο, εξασφαλίζοντας έτσι την πρόσφυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στη λειτουργία του κράτους.

Τα αφεντικά και οι κυβερνήσεις διατηρούσαν στενές σχέσεις και διαπραγματεύονταν με τις ηγεσίες των συνδικαλιστικών φορέων (όπως ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΓΕΝΟΠ, ΠΟΕ-ΟΤΑ, ΟΛΜΕ, ΔΟΕ, ΠΟΕΔΗΝ κ.ά.) με στόχο την εξασφάλιση της αδιάλειπτης παραγωγής και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Συχνά, η μη κήρυξη απεργιών αποτελούσε μέρος αυτής της συμφωνίας, ενώ και η κήρυξη μονοήμερων απεργιών με σκοπό την εκτόνωση της δυσαρέσκειας ήταν επίσης ενσωματωμένη σε αυτή τη συμφωνία.

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, απολάμβανε διάφορα οφέλη, είτε μισθολογικά είτε άλλης μορφής, και ικανοποιούσε πελατειακά δίκτυα. Συχνά εξαργύρωνε τη “αγωνιστική” της πορεία με βουλευτικές ή υπουργικές καριέρες. Ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα είναι κυρίως ένας συνδικαλισμός της προστατευμένης εργατικής δύναμης, αδιαφορώντας για την άγρια εκμετάλλευση που υφίστανται σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, όπως οι επισφαλείς εργάτες/-τριες, οι μετανάστες/-στριες και οι γυναίκες.

Ευθύνες φέρει και ο χώρος της αριστεράς, που συνέβαλε στην απαξίωση των πρωτοβάθμιων σωματείων, καθώς συχνά τα μετέτρεψε σε “σωματεία-σφραγίδες” και σε χώρους αντιπαράθεσης μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Δημιούργησαν ένα αφιλόξενο περιβάλλον για εκείνους και εκείνες που ήθελαν να αγωνιστούν για τα ταξικά τους συμφέροντα.

Αλλαγή στην οργάνωση της εργασίας

Την προηγούμενη δεκαετία, τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (μνημόνια) ξήλωσαν σημαντικό μέρος της τυπικής εργατικής νομοθεσίας και αύξησαν την ανεργία μέσω μαζικών απολύσεων. Η ανεργία προκάλεσε σοβαρά ρήγματα στην τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης. Αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων δεν διέθετε καμία συνδικαλιστική δύναμη.

Μαζί με τη μείωση των μισθών και την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, εφαρμόστηκαν μαζικά οι νέες μορφές επισφαλούς απασχόλησης, οι οποίες είχαν ήδη εμφανιστεί από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Από αυτές τις αλλαγές προέκυψαν τα part-time, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η εργασία με μπλοκάκι και τα συμβόλαια μηδενικών ωρών (zero-hour contracts), μεταξύ άλλων. Με τους πρόσφατους νόμους 4808/2021 και 5053/2023, το δικαίωμα των μισθωτών να οργανώνονται συνδικαλιστικά και να απεργούν τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές μορφές μεσολάβησης παραμένουν σε βαθιά κρίση, αδυνατούν να εκπροσωπήσουν τη νέα τεχνική σύνθεση της μισθωτής εργασίας και να ανταπεξέλθουν στις σημερινές προκλήσεις που τίθενται από τις αλλαγές που συντελούνται στην αγορά εργασίας.

Ζωή στην επισφάλεια / ατομικές λύσεις επιβίωσης

Το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης σε συνδυασμό με την ήττα των κινημάτων του προηγούμενου κύκλου αγώνα (2007-2013) έχει διαμορφώσει μια πολύ αρνητική πραγματικότητα για τους εκμεταλλευόμενους. Η γενικευμένη ακρίβεια (σε ενοίκια, τρόφιμα, βασικά αγαθά) και οι χαμηλοί μισθοί δημιουργούν μια έντονη ανασφάλεια και δυσκολεύουν την ένταξη των εργαζομένων σε σωματεία και την εμπλοκή τους σε διεκδικήσεις.

Οι νέοι/νέες εργαζόμενοι/ες δεν βλέπουν κάποια προοπτική μέσα από τα σωματεία, θεωρώντας τα κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Αλλάζουν δουλειές σαν τα πουκάμισα και εκδηλώνουν ατομικά τη δυσαρέσκειά τους για τις συνθήκες που επικρατούν, μέσω της παραίτησης από την εργασία.

Επιπλέον, στις μέρες μας κυριαρχεί το ιδεολόγημα του ατομισμού, το οποίο υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βγάλει κάποιος/κάποια χρήματα για να βιοποριστεί (π.χ. κοινωνικά δίκτυα, start-up επιχειρήσεις, «αυτοαπασχόληση» στις εταιρείες πλατφόρμες κ.λπ.), αρκεί να έχει μια καλή ιδέα ή να δουλέψει σκληρά, σαν «ιδιοκτήτης του εαυτού του».