Για την Απεργία εκπαιδευτικών στις 15/2

Στις 15/02 δάσκαλοι και καθηγητές σε όλη την Ελλάδα, απέργησαν και κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους, αντιδρώντας στο νομοσχέδιο που εισάγει την αξιολόγηση στα σχολεία. Το ποσοστό συμμετοχής ήταν μεγάλο, αφού σύμφωνα με την Ο.Λ.Μ.Ε. (την ομοσπονδία των καθηγητών στην Β-βάθμια εκπαίδευση) άγγιξε το 70% πανελλαδικώς. Η μαζική πορεία πλαισιώθηκε και από τους σπουδαστές καλλιτεχνικων σπουδών που συνεχίζουν να αγωνίζονται ενάντια στο προεδρικό διάταγμα που τους καθιστά ουσιαστικά ανειδίκευτους εργαζόμενους.

Εκτός της απεργίας όμως, κινητοποίηση έγινε και έξω από το Μέγαρο Μουσικής, στις 20/02 κατά την διάρκεια της φιέστας του Μητσοτάκη και της Κεραμέως για την παρουσίαση του κυβερνητικού έργου στην εκπαίδευση. Εκεί εκπαιδευτικοί μαζί με φοιτητές δέχθηκαν απρόκλητη επίθεση από τα ΜΑΤ, με αποτέλεσμα να υπάρξουν ανοιγμένα κεφάλια διαδηλωτών

Τι είναι όμως αυτή η περίφημη αξιολόγηση;

Στην ουσία, ο διευθυντής του σχολείου μαζί με μια κάστα συμβούλων, εποπτών και μεντόρων θα αξιολογούν το εκπαιδευτικό έργο που συντελείται. Έτσι, οι διδάσκοντες θα βρίσκονται υπό μια συνεχή επιτήρηση και αξιολόγηση από τον διοικητικό μηχανισμό του σχολείου για το αν και κατά πόσο επιτεύχθηκαν οι στόχοι που είχαν τεθεί. Για να μπορεί να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο όμως απαιτείται μια επιπλέον γραφειοκρατική δουλειά από μεριάς διδασκόντων, μιας και καθημερινά θα πρέπει να συμπληρώνουν μια άχρηστη χαρτούρα επίτευξης ή μη των στόχων της ημέρας, του μήνα κ.λ.π.

Όπως αναφέρθηκε, ο κύριος υπεύθυνος για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, θα είναι ο διευθυντής, ο οποίος μέσα από αυτή την διαδικασία αποκτά υπερεξουσίες. Θα μπορεί να αποφασίζει μόνος του για το πώς θα γίνει η αξιολόγηση, ποιοι θα απαρτίζουν τον πυρήνα του διοικητικού αυτού μηχανισμού(σύμβουλοι, μέντορες κ.λπ.) καθώς και να υποχρεώνει τους καθηγητές που είχαν κακή αξιολόγηση να παρακολουθήσουν «επιμορφωτικά» σεμινάρια εκτός του ωραρίου τους.  Μάλιστα, αυτός ο κύκλος που δημιουργεί γύρω του, από συμβούλους, επόπτες κ.λπ.  έχει το δικαίωμα να αυτοαξιολογείται και να αλληλοεπιλέγεται, δημιουργώντας μια κλειστή κάστα στελεχών, που είναι αδύνατο να αλλάξει σύνθεση μέχρι να το αποφασίσει ο ίδιος ο διευθυντής, ο οποίος θα συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του, παραμερίζοντας διάφορα άλλα θεσμικά όργανα όπως το συμβούλιο των καθηγητών.  Εκτός αυτού, για τις θέσεις τους θα επιβραβεύονται περαιτέρω από το Υπουργείο Παιδείας.  Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η όποια αξιοκρατία ευαγγελίζεται ο νόμος πάει περίπατο.

Η αξιολόγηση, βέβαια παρουσιάζει και μια άλλη πτυχή, πιο επικίνδυνη, καθώς αποτελεί  το πρώτο βήμα για την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε «αποδοτικά» και «μη αποδοτικά». Κάτι τέτοιο έρχεται σε συνδυασμό με την λεγόμενη αυτονομία  της σχολικής μονάδας. Μια πτυχή αυτού, είναι η μερική αυτοχρηματοδότηση, είτε από γονείς είτε από επιχειρήσεις. Τα σχολεία σε ένα μεγάλο βαθμό θα πρέπει να αναζητούν μόνα τους οικονομικούς πόρους, μιας και το κράτος πλέον θα καλύπτει μόνο ένα μικρό ποσοστό. Γι’ αυτό το λόγο ενθαρρύνονται και οι διάφορες πρωτοβουλίες για project και εκδηλώσεις σε συνεργασία φυσικά με κάποια εταιρία. Όμως, πόσες χορηγίες και χρηματοδοτήσεις θα βρει ένα σχολείο, που έχει χαρακτηριστεί, «μη αποδοτικό»; Τέτοια σχολεία δυστυχώς, θα βρίσκονται συνεχώς υποχρηματοδοτούμενα, μην μπορώντας να εκπληρώσουν το έργο τους. Έτσι, θα έχουμε σχολεία «δύο ταχυτήτων», τα «κακά σχολεία για τους κακούς μαθητές» που θα βρίσκονται κυρίως στις υποβαθμισμένες περιοχές, και τα «καλά σχολεία για τους καλούς μαθητές».

Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει κυρώσεις σε όσους και όσες αρνηθούν την αξιολόγηση, ποινικοποιώντας στην ουσία την συνδικαλιστική δράση. Όποιος διδάσκων επιλέξει να αντισταθεί στο μέτρο θα έχει να αντιμετωπίσει αρνητική αξιολόγηση από τον διευθυντή και τους συμβούλους, μισθολογική καθήλωση, ακόμη και αποκλεισμό από την μονιμοποίηση αν είναι αναπληρωτής.

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου ουδεμία σχέση έχει με έναν απολογισμό του διδακτικού έργου του εκπαιδευτικού, που θα έπρεπε να γίνεται με δημοκρατικό τρόπο από μαθητές και καθηγητές. Έχει να κάνει με την επίτευξη κάποιων φανταστικών πλάνων και στόχων που θέτει από τα πριν το υπουργείο, σε μια διδασκόμενη ύλη που στις περισσότερες τάξεις βγαίνει οριακά. Όλα αυτά τα κριτήρια, που θα περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση, δεν έχουν να κάνουν με την βελτίωση της διδασκαλίας, αλλά με την κατάταξη των εκπαιδευτικών (και των σχολικών μονάδων γενικότερα) σε αποδοτικούς ή μη. Τέτοιου είδους αξιολογήσεις έχουν εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες που ακολουθούν το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, όπως οι Η.Π.Α., με τραγικές συνέπειες για το επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης.

Μόνο ένα κίνημα εκπαιδευτικών, μαθητών, φοιτητών και γονέων, μπορεί να μπλοκάρει την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στο σύνολό της. Αυτό δείχνει και η εμπειρία και οι αγώνες 40 χρόνων στο κλάδο της εκπαίδευσης.

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.