
Η διαρκώς εντεινόμενη επίθεση των τελευταίων ετών από την κυβέρνηση και τα αφεντικά, μέσα από τον υψηλό πληθωρισμό και τις εκρηκτικές αυξήσεις των τιμών σε τρόφιμα, ενοίκια, τιμολόγια κ.α., έχει επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής, αναδεικνύοντάς το ως ένα ακόμη κρίσιμο πεδίο ταξικής σύγκρουσης. Σε αυτό το πλαίσιο, διαβάσαμε με ενδιαφέρον και μεταφράσαμε στα ελληνικά δύο άρθρα που αναφέρονται στα κοινωνικά κινήματα στην Ιταλία του ‘70 – ’80, τα οποία πειραματίστηκαν με νέες τακτικές, μορφές αγώνα και μοντέλα οργάνωσης ενάντια σ’ αυτό που ονομάζουμε “ακρίβεια”. Οι σημειώσεις που συνοδεύουν τα κείμενα είναι δικές μας, με σκοπό να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση.
Οι αυτομειώσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και τηλεφώνου
Πηγή: Κέντρο Κινηματικού Αρχείου “Φραντσέσκο Λόρουσσο – Κάρλο Τζουλιάνι ” του Κοινωνικού Κέντρου Vag61 στη Μπολόνια
Το 1974 ήταν η χρονιά των γενικευμένων αυξήσεων στα τιμολόγια της ENEL [σ.σ. εθνικός οργανισμός για την ηλεκτρική ενέργεια] και της SIP (κρατική τηλεφωνική εταιρεία) και των αστικών δημόσιων συγκοινωνιών. Σε πολλές ιταλικές πόλεις η διαμαρτυρία πήρε μαζικό χαρακτήρα και εκδηλώθηκε μέσα από την αυτομείωση των λογαριασμών και των εισιτηρίων των λεωφορείων.
Η πρώτη μορφή αυτομείωσης πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1974 με πρωτοβουλία ορισμένων εργατών της Fiat Rivalta, οι οποίοι, αρνούμενοι να πληρώσουν τα νέα τιμολόγια των λεωφορείων, έστειλαν στην εταιρεία δημοσίων μεταφορών το αντίτιμο των παλαιών συνδρομών και συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο. Στη συνέχεια, η διαμαρτυρία επεκτάθηκε και στα τιμολόγια των υπηρεσιών.
Δημιουργήθηκαν επιτροπές αυτομείωσης που οργάνωναν συγκεντρώσεις μπροστά στα ταχυδρομεία, όπου οι άνθρωποι πήγαιναν να πληρώσουν τους λογαριασμούς. Προετοιμάζοντας προεκτυπωμένες επιστολές, καλούσαν τους πολίτες να επανυπολογίσουν το ποσό σύμφωνα με το προηγούμενο τιμολόγιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όσοι κι όσες προχωρούσαν σε αυτομείωση, δήλωναν ότι συμμορφώνεται με τα τιμολόγια που ίσχυαν πριν από τις αυξήσεις. Οι εταιρείες απαντούσαν στέλνοντας επιστολές που απειλούσαν με διακοπή της ηλεκτροδότησης ή προχωρούσαν σε διακοπές τηλεφωνικών γραμμών. Οι πολίτες απαντούσαν με δεύτερη επιστολή, στην οποία επαναλάμβαναν τις θέσεις τους. Σε ορισμένες πόλεις, οι διακοπές αντιμετωπίστηκαν ως πράξεις εκδίκησης και κρίθηκαν παράνομες από τις εισαγγελικές αρχές, ενώ σε άλλες καταδίκασαν τις αυτομειώσεις.
Σε μια προκήρυξη της εποχής της FLM (Ομοσπονδία Μεταλλεργατών) του Τορίνο αναφερόταν: «Η Αυτομείωση είναι ο αγώνας που αποδίδει και νικά! Να απορρίψουμε τους εκβιασμούς της ENEL επεκτείνοντας τον αγώνα, πληρώνοντας το 50% του νέου λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος. Η ENEL δεν μπορεί σήμερα να αυτοανακηρύσσεται υπερασπιστής των συμφερόντων της κοινότητας, όταν για χρόνια, στη γραμμή των “παλιών ηλεκτρικών μονοπωλίων”, συνέχισε να ληστεύει τους χρήστες με εξοντωτικά συμβόλαια ισχύος που δεν αντανακλούν την πραγματική κατανάλωση των λαϊκών μαζών … Πρόκειται για την ενίσχυση της δέσμευσης και τη γρήγορη επέκταση της αγωνιστικής πρωτοβουλίας με την πληρωμή του 50% του νέου λογαριασμού της ENEL, σε όλους τους χώρους εργασίας και σε όλες τις γειτονιές, με στόχο να επιτευχθεί από την κυβέρνηση ουσιαστική μείωση των τρεχόντων τιμολογίων και αλλαγή του τιμολογιακού καθεστώτος, προσαρμόζοντάς το στα τιμολόγια της βιομηχανικής χρήσης».
Ακόμα πιο ρητά, η Συνέλευση για την Αυτομείωση του Τορίνο και του Μιλάνου, σε μια προκήρυξη του Νοεμβρίου 1974, υποστήριζε: «Οργανώνουμε την αυτομείωση των λογαριασμών και του ενοικίου,
τα πολιτικά ψώνια [σ.σ. αλλιώς προλεταριακά ψώνια · ορισμός για την άρνηση πληρωμών και τις
απαλλοτρίωσεις] ενάντια στους κερδοσκόπους, τους φοροφυγάδες, τους ιδιοκτήτες κατοικιών. Η αναμονή και οι δισταγμοί δεν αποδίδουν· ας εξασφαλίσουμε τον μισθό μας με αυτές τις μορφές αγώνα». Η αυτομείωση ήταν μια μαζική κινητοποίηση, έξω από τον έλεγχο των συνδικάτων, η οποία ακολούθησε τον δικό της αυτόνομο δρόμο σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις για τα τιμολόγια που είχαν ξεκινήσει οι συνομοσπονδίες με την κυβέρνηση.
Για πρώτη φορά ξεπεράστηκε ο φόβος του «αν το κάνω, τι θα μου συμβεί;», που για καιρό λειτουργούσε ως φραγμός στην εξάπλωση των συγκρουσιακών πρακτικών. Παράλληλα, γκρεμίστηκε το τείχος που είχαν χτίσει όσοι επιδίωκαν να περιορίσουν τον αγώνα σε λίγα συμβολικά επεισόδια ή σε ένα εργαλείο πίεσης για μια συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και συνδικάτων. Στις προθέσεις των πρωτοβουλιών υπήρχε η βούληση να χρησιμοποιηθούν αυτές οι πρακτικές όχι μόνο για να επιτευχθούν απτά αποτελέσματα στον αγώνα ενάντια στο κύμα ακρίβειας, αλλά και για να προωθηθούν νέες μορφές ενεργού συμμετοχής και πολιτικής δράσης από τα κάτω.
Οι αυτομειώσεις στην Μπολόνια
Η μπολονέζικη εφημερίδα «Ούτε δούλοι, ούτε αφεντικά», έντυπο της Εργατικής Επιτροπής των εργοστασίων της Σάντα Βιόλα, έγραψε:
«Κάποιοι το ονόμασαν πολιτική ανυπακοή· για εμάς είναι ένας αγώνας που, εκφράζοντας τη βούληση του προλεταριάτου να επιβάλει πολιτικές τιμές [σ.σ. προσιτές τιμές], ενισχύει και αυξάνει την εργατική εξουσία μέσα και έξω από το εργοστάσιο. Η αυτομείωση εκφράζει την ανάγκη των εργατών για εγγυημένο εισόδημα· επομένως, πρέπει να επεκταθεί και στο ρεύμα, το αέριο, το νερό, το ενοίκιο. Τη θεωρούμε μια αποτελεσματική μορφή αγώνα που αποδίδει άμεσα· για αυτόν τον λόγο, ξεκινώντας από τους επόμενους λογαριασμούς, είναι αναγκαίο να οργανωθεί η αυτομείωση μέσα στα εργοστάσια, σε σύνδεση με τις προλεταριακές δομές που ήδη υπάρχουν στη γειτονιά».
Μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου του 1976, σε μια κατάσταση σοβαρής οικονομικής κρίσης, νέοι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι ήρθαν σε επαφή με φοιτητές, επισφαλώς εργαζόμενους, εργάτες σε αναστολή ή απολυμένους, αγωνιστές των κινημάτων και της αυτονομίας. Ήταν ένα πραγματικό «κίνημα ενάντια στην ακρίβεια» που υιοθέτησε και συνθήματα τουλάχιστον έξυπνα και χιουμοριστικά» όπως: «Η αύξηση της βενζίνης δεν σας συμφέρει· θα αγοράζουμε λίγη, θα τη χρησιμοποιούμε καλά». Η συλλογικότητα Jacquerie, που γεννήθηκε στη Μπολόνια τον Νοέμβριο του ’76, έδωσε το έναυσμα για την καμπάνια των αυτομειώσεων, με το σύνθημα: «Φτάνει με τη μιζέρια, θέλουμε να οικειοποιηθούμε τον πλούτο».
Ξεκίνησαν από τους κινηματογράφους με ταινίες πρώτης προβολής· μαζεύονταν διακόσια ή τριακόσια άτομα μπροστά στον χώρο, έμπαιναν τις περισσότερες φορές χωρίς να πληρώσουν και, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, κάποιος ή κάποια με ντουντούκα εξηγούσε στους θεατές τον αγώνα για το «δικαίωμα στην πολυτέλεια». Πολύ σύντομα, όμως, η αστυνομία άρχισε να επεμβαίνει, αδιαφορώντας ακόμη και για τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών των αιθουσών, οι οποίοι αποδέχονταν την αυτομείωση.
Όταν ολόκληρη η Ιταλία κινητοποιούνταν ενάντια στην ακρίβεια
Πηγή: Contropiano – Κομμουνιστική Διαδικτυακή Εφημερίδα
Στη δεκαετία του ’70 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 το ζήτημα της ακρίβειας βρέθηκε στο επίκεντρο μιας σκληρής πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης. Η λέξη «ακρίβεια» εισήλθε στην κοινή γλώσσα — περισσότερο ως σύνοψη μιας κατάρας παρά ως πολιτική έννοια — στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70.
Το πετρελαϊκό σοκ του φθινοπώρου του 1973, που οφείλεται στην αντίποινα των αραβικών χωρών του OPEC για τη στήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης στο Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ με τη Συρία και την Αίγυπτο, οδήγησε σε διπλασιασμό- και σε ορισμένες περιπτώσεις και περισσότερο- της τιμής του πετρελαίου. Αποφευκτικές ήταν οι συνέπειες και στις καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης.
Στην Ιταλία, η τότε κυβέρνηση Ρούμορ εφάρμοζε πολιτικές λιτότητας (γνωστή σήμερα με την αγγλική ονομασία «austerity», ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2007/2008). Πέρα από γεγονότα, που σήμερα τα θυμόμαστε ώς ψιλά γράμματα – όπως οι Κυριακές χωρίς αυτοκίνητα – σημειώθηκε απότομη αύξηση στις τιμές των τροφίμων και των τιμολογίων, ενώ διαμορφώθηκε ένα βαρύ κοινωνικό και οικονομικό κλίμα ήδη από τον χειμώνα του 1974. Ο πληθωρισμός κάλπαζε, με διψήφια ποσοστά.
Παράλληλα, ξεκινούν και κινητοποιήσεις ως απάντηση σε αυτό που τότε ονομαζόταν «ακρίβεια».
Αυτομείωση λογαριασμών, “προλεταριακά ψώνια”, κόκκινες αγορές (χωρίς μεσάζοντες)
Στο Μιλάνο, στις 19 Νοεμβρίου 1974, ομάδες εργατών και αγωνιστριών της ανταγωνιστικής αριστεράς πραγματοποίησαν «προλεταριακά ψώνια» σε δύο σούπερ μάρκετ, σε εργατικές συνοικίες της πόλης. Το ένα βρισκόταν στο Κουάρτο Οτζιάρο και το άλλο στην οδό Πάντοβα. Γέμισαν τα καροτσάκια με προϊόντα· στο ταμείο πλήρωσαν μόνο το μισό ποσό, γιατί εκείνη τη στιγμή επρόκειτο για μια «προλεταριακή» αγορά, σαφώς διαφορετική από τις συνηθισμένες εβδομαδιαίες αγορές.
Ταυτόχρονα, τόσο στον συνδικαλιστικό χώρο (τότε υπήρχε η Ενιαία Ομοσπονδία Μεταλλουργών – FLM) όσο και μέσω των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων της αριστεράς, ξεκίνησε η αυτομείωση των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος στις λαϊκές συνοικίες του Μιλάνου και του Τορίνο. Τα ποσά καταβλήθηκαν κατά 50% μέσω των τρεχούμενων λογαριασμών που συνέταξαν οι επιτροπές αντί των κανονικών λογαριασμών.
Η αυτομείωση επεκτάθηκε γρήγορα και στις λαϊκές συνοικίες της Ρώμης, αλλά εκεί οργανώθηκε κυρίως από την Προλεταριακή Οργάνωση της Ρώμης, τις Αυτόνομες Εργατικές Επιτροπές και τη Lotta Continua. Το σύνθημα εκεί ήταν διαφορετικό: «Πληρώνουμε 8 λίρες ανά Kw όπως οι εργοδότες». Η λογική ήταν ότι τα οικιακά τιμολόγια ήταν υψηλότερα από αυτά των επιχειρήσεων. Η αυτομείωση εξαπλώθηκε σύντομα σε δεκάδες λαϊκές γειτονιές, και από τις συνελεύσεις με τους προλετάριους και τη συμπλήρωση μειωμένων εντολών πληρωμής σε σχέση με τα τιμολόγια της Enel ή της Acea, περνά και στην αντίσταση.
Έτσι ξεκίνησαν οι περιφρουρήσεις και οι λαϊκές περιπολίες ενάντια στις διακοπές ρεύματος. Όταν υπήρχε πληροφορία ότι τεχνικοί της Enel ή της Acea θα πήγαιναν να κόψουν το ρεύμα σε οικογένειες, στήνονταν μπλόκα, περιφρουρήσεις και περιπολίες που τους αναχαίτιζαν και τους εμπόδιζαν σωματικά να το κάνουν. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος των συντρόφων και των εργατών της Πολιτικής Επιτροπής της Enel, οι οποίοι ενημέρωναν εγκαίρως και συμμετείχαν στις λαϊκές συνελεύσεις, εκφράζοντας τη στήριξή τους σε αυτήν τη μορφή λαϊκής αντίστασης ενάντια στην ακρίβεια.
Η αυτομείωση συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν συμφωνήθηκε μια μορφή μορατόριουμ [σ.σ. αναστολή πληρωμών ή πάγωμα οφειλών] για τα ανεξόφλητα των προηγούμενων ετών.
Ταυτόχρονα, μιλώντας για τη Ρώμη, αναπτύχθηκε μια πρωτοβουλία για τις τιμές των βασικών τροφίμων, με λαϊκές κινητοποιήσεις μπροστά στην Κεντρική Κρεατοαγορά στην οδό Τολιάτι, με μαζικό αίτημα τη διάθεση κρέατος σε “προλεταριακή” τιμή, δηλαδή χαμηλότερη από την τιμή της αγοράς.
Επιπλέον, ασκήθηκε πίεση στον Δήμο, έτσι ώστε οι πάγκοι του Δημοτικού Οργανισμού Κατανάλωσης (ECC), που υπήρχαν σε κάθε λαική αγορά, να εκπληρώνουν πραγματικά την λειτουργία τους στον περιορισμό των τιμών του κρέατος.
Σε πολλές λαϊκές συνοικίες, με πρωτοβουλία εξωκοινοβουλευτικών ομάδων όπως η Lotta Continua και η Avanguardia Operaia, γεννήθηκαν οι «κόκκινες λαϊκές αγορές». Προϊόντα (οπωροκηπευτικά, ψωμί) αγοράζονταν απευθείας από τους παραγωγούς – παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες – και πωλούνταν σε “προλεταριακές” τιμές στις πλατείες των γειτονιών.
Υπήρξαν συγκρούσεις με τη δημοτική αστυνομία ή την αστυνομία, που προσπαθούσε να απαγορεύσει τις κόκκινες αγορές ως παράνομες, αλλά τέτοιες παρεμβάσεις ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς, καθώς οι κάτοικοι στήριζαν ενεργά τους αγωνιστές της αριστεράς.
Τον Μάιο του 1976 σημειώθηκε ένα ηχηρό γεγονός: Ένας έμπορος κρεάτων, ο Τζουζέπε Αμπρόζιο, απήχθη από μια μυστική οργάνωση με το όνομα «Μαχητικές Κομμουνιστικές Μονάδες». Το λύτρο που ζητήθηκε ήταν η διανομή κρέατος σε τιμή 1.500 λιρών/κιλό σε 71 κρεοπωλεία στις λαϊκές συνοικίες της Ρώμης. Κατά κάποιον τρόπο το σχέδιο λειτούργησε – αν και η είδηση κρατήθηκε κρυφή για να μην υπάρξει μίμηση – και ο Αμπρόζιο αφέθηκε ελεύθερος μετά από λίγες μέρες.

Η Scala Mobile για την υπεράσπιση των μισθών
Κι ενώ σε κοινωνικό επίπεδο ο αγώνας ενάντια στην ακρίβεια οργανωνόταν κυρίως στις γειτονιές, σε συνδικαλιστικό επίπεδο το 1975 σημειώθηκε μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος: το Ενιαίο Σημείο Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, γνωστό ως Scala Mobile (Κυλιόμενη Σκάλα), επεκτάθηκε σε όλους τους εργαζόμενους.
Πρόκειται για έναν μηχανισμό που προσάρμοζε αυτόματα τους μισθούς σύμφωνα με τις τάσεις των τιμών, βάσει ενός καλαθιού με είδη πρώτης ανάγκης για τη διαβίωση των οικογενειών των εργαζομένων — στο οποίο το μοναδικό παραχωρημένο είδος “πολυτελείας” ήταν τα τσιγάρα Nazionali χωρίς φίλτρο.
Η Scala Mobile υπήρχε ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο, αλλά προοριζόταν μόνο για ορισμένα προσόντα και ηλικιακές ομάδες, σε γενικές γραμμές για εργαζόμενους με οικογένειες. Από το 1975, ωστόσο, η Scala Mobile προσάρμοζε τους μισθούς όλων των εργαζομένων στην καταγεγραμμένη αύξηση των τιμών. Μέχρι την κατάργησή του, συχνά η αναπροσαρμογή της Κυλιόμενης Σκάλας ξεπερνούσε τον ίδιο τον βασικό μισθό.
Τη δεκαετία του ’80, στην εποχή του ανερχόμενου νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ και του Ρίγκαν στον καπιταλιστικό κόσμο, την έκφραση αυτής της συντηρητικής και αντεργατικής στροφής στην Ιταλία ανέλαβε η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Μπεττίνο Κράξι, αρχηγού του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στο όνομα της μάχης κατά του πληθωρισμού, η κυβέρνηση αποφάσισε τον Φεβρουάριο του 1984, με διάταγμα, να περικόψει τέσσερις μονάδες από την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή στους μισθούς [σ.σ. αν, για παράδειγμα, με βάση τον πληθωρισμό προβλεπόταν αύξηση κατά 10 μονάδες, η κυβέρνηση εφάρμοζε μόνο τις 6].
Η αντίδραση των εργαζομένων ήταν τεράστια σε όλη τη χώρα, αλλά ο εχθρός βρισκόταν στις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Δεν ήταν μόνο η σοσιαλιστική συνιστώσα της CGIL που «συνεννοούνταν με τον εχθρό», αλλά και βασικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος — εκείνοι που αργότερα έγιναν αναθεωρητές και υποστηρικτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος — συμφωνούσαν ουσιαστικά με την απόφαση της κυβέρνησης. Ο ίδιος ο γραμματέας του ΚΚΙ, ο Μπερλιγκουέρ, βρέθηκε συχνά απομονωμένος στη γραμματεία του κόμματος εξαιτίας της στάσης που τήρησε στο ζήτημα της Scala Mobile […]
Γρήγορα συγκεντρώθηκαν σε όλη τη χώρα οι απαραίτητες υπογραφές για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με στόχο την κατάργηση του διατάγματος Κράξι — γνωστού και ως «διάταγμα του Αγίου Βαλεντίνου». Το 1985 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα, στο οποίο το 54% τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του κυβερνητικού διατάγματος που προέβλεπε περικοπές στη Scala Mobile, ενώ το 46% ψήφισε κατά, υπερασπιζόμενο τους μισθούς των εργαζομένων.
Του δημοψηφίσματος προηγήθηκε και το συνόδευσε μια εμμονική και καταιγιστική εκστρατεία, μέσα από την οποία επιβεβαιώθηκε ο αντεργατικός και αντικομμουνιστικός χαρακτήρας εφημερίδων όπως η La Repubblica. Ταυτόχρονα, όλα τα δελτία ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης στοιχίστηκαν πίσω από τη θέση ότι η Scala Mobile ήταν η αιτία του πληθωρισμού — ο οποίος τότε κινούνταν σε διψήφια ποσοστά — [σ.σ. το γνωστό αφήγημα περί μισθο-πληθωριστικού φαύλου κύκλου] και ότι η κατάργησή της θα οδηγούσε σε αποκλιμάκωση. Επιπλέον, η ανοιχτή συμπόρευση με τον «εχθρό» από πλευράς της CGIL και του ΚΚΙ υπήρξε κραυγαλέα, φέρνοντας στην επιφάνεια μια ήδη υπαρκτή κρίση στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος, η οποία θα κορυφωνόταν πέντε χρόνια αργότερα με τη στροφή της Μπολονιά και τη διάλυσή του.
Περιττό να αναφέρουμε ότι ο πληθωρισμός δεν μειώθηκε καθόλου. Αυτό που μειώθηκε ήταν η αγοραστική δύναμη των μισθών, επεκτείνοντας σε ευρύτερο επίπεδο την εργοδοτική παλινόρθωση, κάτι που είχε ξεκινήσει με τις απολύσεις στη Fiat το 1980.
Η Scala Mobile καταργήθηκε εντελώς κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του Μάαστριχτ (1992–1993), με πρωθυπουργούς τον Τζουλιάνο Αμάτο και τον Κάρλο Αζέλιο Κιάμπι. Αυτή η εξέλιξη έδωσε ζωή σε εκείνη την εισοδηματική πολιτική και στον συντονισμό μεταξύ των τριών συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών — CGIL, CISL και UIL — της Ένωσης Βιομηχάνων Confindustria και της κυβέρνησης, κάτι που οδήγησε σε σημαντική και συστηματική απώλεια της αγοραστικής δύναμης των μισθών των Ιταλών εργαζομένων από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο όνομα, φυσικά, της καταπολέμησης του πληθωρισμού και της μείωσης του δημόσιου χρέους.
Πηγές:
https://centrodoc-vag61.info/le-autoriduzioni-delle-bollette-elettriche-e-telefoniche/



