I must be cruel, only to be kind

I must be cruel, only to be kind.

Θα ήταν περιττό να επαναλάβω ότι είμαι υπέρ της κριτικής και του διαλόγου μέσα στο κίνημα. Ωστόσο, είμαι αναγκασμένος να είμαι σύντομος και συνοπτικός. Γι αυτό θα επιλέξω να απαντήσω στα κυριότερα σημεία της κριτικής.

Η κριτική του Γ.Ε. εστιάζει σε δύο σημεία: α. στην αποτελεσματικότητα του εμβολίου και β. στη θέση των ΚΤΑ ενάντια στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Σ αυτά τα σημεία θα επικεντρωθώ κι εγώ.

Πριν ωστόσο πρέπει να επαναλάβω τι λέμε εμείς.

Η θέση μας είναι ρητά και ξεκάθαρα υπέρ της ελεύθερης και ισότιμης πρόσβασης όλων στον εμβολιασμό για την Covid-19, ρητά και ξεκάθαρα ενάντια στην υποχρεωτικότητα του συγκεκριμένου εμβολιασμού.

Από κει και πέρα δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σφιχτά σε μια πραγματικότητα που αφορά ένα σύνολο ζητημάτων. Ζητήματα, που αρχίζουν από την απουσία ελέγχου -για άλλη μια φορά- της τεχνοεπιστημονικής γνώσης από τους εκμεταλλευόμενους και φτάνουν μέχρι τον πραγματικό ρόλο των φαρμακοεταιριών. Που αρχίζουν από την κριτική των ερευνητικών διαδικασιών και των όρων παραγωγής των συγκεκριμένων εμβολίων και φτάνουν μέχρι τη νομική κατοχύρωση της έλλειψης ευθύνης του κράτους (και των υπαλλήλων του) και του φαρμακευτικού κεφαλαίου, απέναντι στην πρόκληση βλαβών από τα εμβόλια. Που αρχίζουν από το ποιος αποφασίζει για χρήση συγκεκριμένων τεχνολογιών παρέμβασης στον ανθρώπινο οργανισμό (και προφανώς για τα όρια αυτής της παρέμβασης) και φτάνουν μέχρι τον τρόπο και τους όρους διανομής των εμβολίων παγκόσμια. Που αρχίζουν από τις διαδικασίες καταγραφής των βλαβών που προξενούν τα συγκεκριμένα σκευάσματα (φαρμακοεπαγρύπνηση) και φτάνουν μέχρι τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και την χειραγώγηση της πληροφορίας που αφορά αυτές τις βλάβες. Που αρχίζουν από το πώς επιλέγει το κάθε κράτος ποιο εμβόλιο θα προμηθευτεί και φτάνουν μέχρι το ρόλο του φαρμακευτικού κεφαλαίου στο σχεδιασμό και τις προϋποθέσεις των προγραμμάτων εμβολιασμού. Που αρχίζουν από το πως τα κράτη χρησιμοποιούν ως εργαλείο τον εμβολιασμό για την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών στον τομέα της υγείας (κι όχι μόνο) και φτάνουν μέχρι την καταστολή και το στιγματισμό κάθε κριτικής του (κι όχι μόνο αυτών που πλέουν στα ρηχά της συνωμοσιολογίας). Τέλος, δύο μόνο από αυτά τα ζητήματα, είναι αυτά που αφορούν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Και είναι πρόβλημα, που το εγχώριο κίνημα ουσιαστικά επικεντρώθηκε στο τελευταίο, πιάνοντας μόνο επιφανειακά τα υπόλοιπα, αλλά δεν είναι εδώ ο χώρος για μια τέτοια συζήτηση.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην αρχή.

Το πρώτο ζήτημα, αυτό που αφορά την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, ο Γ.Ε. το πιάνει στα σημεία Α-Ζ1. Το πεδίο συζήτησης είναι (ξανά) τεράστιο, θα περιοριστώ σε μερικά βασικά σημεία.

Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων, όλων των εμβολίων, κρίνεται από το βαθμό επίτευξης των τριών στόχων για τα οποία είναι κατασκευασμένα (φραγμός μετάδοσης, ήπια νόσηση σε περίπτωση μετάδοσης, απαλοιφή επικίνδυνων επιπλοκών της νόσου σε περίπτωση νόσησης). Αυτά που έχουν εγκριθεί για τον κορονοϊό, πάσχουν στην επίτευξη και των τριών στόχων, σε διαφορετικό βαθμό για τον κάθε στόχο και σε διαφορετικό βαθμό το καθένα. Προφανώς έπασχαν ήδη από την αρχή της κυκλοφορίας τους ειδικά σε ότι αφορά την παρεμπόδιση της μετάδοσης της νόσου, πράγμα που εκτραχύνθηκε με την επικράτηση της μετάλλαξης Ο. Ειδικότερα, όσον αφορά την αποτυχία της επίτευξης τοίχους ανοσίας, ακόμα και οι πιο mainstream υποστηρικτές του εμβολιασμού, έχουν παραδεχτεί την αποτυχία. Χαρακτηριστικό σε αυτό είναι οι κατά καιρούς δηλώσεις/ κυβιστήσεις του Μόσιαλου, ενός κρατικού στελέχους πρώτης γραμμής με το προνόμιο να ζει στο εξωτερικό και ταυτόχρονα να έχει ρόλο συμβούλου στην κρατική διαχείριση της εγχώριας πανδημίας, για το ποσοστό εμβολιασμών που χρειάζεται για να επιτευχθεί ανοσία στη διάρκεια του τελευταίου ενάμιση χρόνου, δηλαδή  ήδη από την τρίτη φάση δοκιμής των εμβολίων, την δημοσίευση των ερευνών, την φάση της 1ης δόσης, της δεύτερης, όπου αντίστοιχα μιλούσε για την επίτευξη του τοίχους ανοσίας με ένα 40% εμβολιασμένου πληθυσμού, που μετά έγινε 60, 70, 80% κλπ Αλλά χρειάζονται οι δηλώσεις ενός κρατικού στελέχους, ή ακόμα και η επίκληση  κάποιας έρευνας (έχω μερικές δεκάδες να παραθέσω) για να κατανοήσει κάποιος, την αποτυχία και των εμβολίων και του εμβολιασμού; Δεν αρκεί απλώς το γεγονός ότι πρέπει κάποιος να κάνει κάθε λίγους μήνες μια επιπλέον δόση για μια στοιχειώδη προστασία; Πότε μέχρι σήμερα στην ιστορία της ιατρικής και της δημόσιας υγείας έχει επαναληφθεί κάτι τέτοιο; Θα αναρωτηθεί κάποιος: υποστηρίζετε άρα ότι τα εμβόλια ενάντια στον Covid-19 είναι άχρηστα; Θα απαντούσα συνοπτικά: όχι δεν υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο. Υπάρχουν πολλά ζητήματα σε σχέση με αυτά, ωστόσο έχουν ένα σοβαρό ρόλο στην αποτροπή της σοβαρής νόσησης και των θανάτων ενός μέρους του πληθυσμού κι ένα ρόλο στη μετάδοση της νόσου στις προηγούμενες φάσεις της πανδημίας (δηλαδή πριν την μετάλλαξη Ο). Ο λόγος που υπερασπιζόμαστε καταρχήν την ανάγκη ελεύθερης πρόσβασης όλων στο εμβόλιο, είναι ακριβώς λόγω κυρίως του πρώτου ρόλου και  λιγότερο λόγω του δεύτερου.

Η άκριτη και τυφλή θέση υπέρ του εμβολίου, όταν μάλιστα υπάρχουν και τόσα θέματα που αφορούν την ασφάλεια του, δεν βοηθάει ούτε την κριτική σκέψη, ούτε τον κοινωνικό ανταγωνισμό, πολλώ δε μάλλον δεν βοηθάει την Τάξη. Δεν βοηθάει γιατί ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος: μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί σε βάθος τεχνικά δεδομένα (όπως εξάλλου κι εμείς ως πολιτικά υποκείμενα, ή ακόμα κι όσοι από τα πολιτικά υποκείμενα δουλεύουν μέσα στο χώρο της υγείας) ή να προσανατολιστεί μέσα στο χάος της αντικρουόμενων πληροφοριών, αλλά κατανοεί καλά ότι κάτι δεν πάει καλά.

Ο Γ. Έ. γράφει για «ξεκάθαρη θέση υπέρ του εμβολιασμού», ναι αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει ξεκάθαρη θέση υπέρ του εμβολιασμού π.χ. των παιδιών, για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα,  όταν η Σουηδία δεν κάνει σε παιδιά κάτω από 11 ετών, ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει επεκτείνει μέχρι την ηλικία των 5 ετών τον εμβολιασμό; Ή όταν η συχνότητα των σοβαρών παρενεργειών των εμβολίων στα παιδιά είναι πιθανόν μεγαλύτερη από τη συχνότητα των σοβαρών παρενεργειών της λοίμωξης;

Κι εν πάση περιπτώσει: ποιος παίρνει την ευθύνη της «ξεκάθαρης θέσης»; Και σε ποιον θα αναζητηθεί αυτή η ευθύνη; Δεν είναι τσάμπα να παίρνουν μια τέτοια δήθεν ξεκάθαρη θέση (και μάλιστα με τόσο απόλυτους όρους), αυτοί που δεν θα έχουν ποτέ ευθύνη ζωής και θανάτου, δηλαδή αυτοί που δεν θα βρεθούν ποτέ απέναντι σ ένα άνθρωπο, που θα περιμένει απάντηση για το αν θα (πρέπει να) κάνει ή όχι το εμβόλιο ενάντια στον Covid-19, όπως π.χ. οι υγειονομικοί; Πράγμα που αφορά εξίσου και αυτά τα πολιτικά υποκείμενα που βρίσκονται στην άλλη όχθη και παροτρύνουν ενάντια στον εμβολιασμό: ότι λένε είναι τσάμπα. Είναι προφανές ότι δεν υπερασπίζομαι καμιά μονοκρατορία των ειδικών ως των μοναδικών που έχουν το δικαίωμα να καταθέτουν άποψη. Ισχυρίζομαι ωστόσο ότι οι απόψεις που εκφράζονται εκατέρωθεν πάνω στο θέμα, εκτός από τσάμπα (δηλαδή: χωρίς κανένα βάρος ευθύνης), είναι και άχρηστες: δεν υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που θα πειστεί από αυτές

Για να κλείσουμε αυτό το σημείο. Γράφοντας ότι το εμβόλιο αποτελεί τη λιγότερο κοστοβόρα για το κεφάλαιο πολιτική, δεν κάνουμε έκκληση στην -χωρίς λόγο- επέκταση της κρατικής σπατάλης (οπότε όλο το απόσπασμα των Τσέχων και Σλοβάκων της κριτικής του Γ.Ε., δεν μας αφορά, είναι περιττό και κοινότοπο): ερμηνεύουμε απλώς πώς το εμβόλιο και ο εμβολιασμός επιλέχθηκε από τα κράτη ως η φτηνότερη λύση που δεν θα τα ανάγκαζε να οπισθοχωρήσουν προς μακροχρόνιες κρατικοπρονοιακές μορφές περίθαλψης (όλοι εντυπωσιάστηκαν π.χ. που οι Κινέζοι χτίσανε μέσα σε δέκα ημέρες ένα νοσοκομείο 10000 κλινών στη Γιουχάν, κανείς όμως δεν σχολίασε το γεγονός ότι μετά τον έλεγχο της πανδημίας το γκρεμίσανε το ίδιο γρήγορα)

Όσον αφορά το ζήτημα της υποχρεωτικότητας που αναλύεται στις θέσεις ΣΤ-Ζ του κειμένου.

Γράφει στην κριτική του ο Γ.Ε: «η τοποθέτηση ενάντια στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στην πραγματικότητα αποτελεί τοποθέτηση εντός του ψευδο-διλήμματος, που έχει θέσει από τη μια το κράτος και από την άλλη το αντιδραστικό κίνημα της άρνησης». Προφανώς, αντιλαμβάνεται ως ψευδοδίλημμα, το δίλημμα: είστε υπέρ της υποχρεωτικότητας ή είστε εναντίον της υποχρεωτικότητας.

Γράφει παρακάτω: «Από προλεταριακή σκοπιά θα έπρεπε συνεπώς να είναι ξεκάθαρη η θέση υπέρ του εμβολιασμού ως πράξη ταυτόχρονα αυτοπροστασίας και αλληλεγγύης, ως ταυτόχρονα συλλογική ταξική αναγκαιότητα και επιλογή, η οποία αντιτίθεται τόσο στην κρατική πολιτική όσο και στην ατομική επιλογή της άρνησης»

Τέλος γράφει ως μέλος του εγχειρήματος Αντίθεση  στο κείμενο «Η πραγματικότητα της άρνησης και η άρνηση της πραγματικότητας» (από εδώ και πέρα: κείμενο 1): Απέναντι στην κρατική διαχείριση της πανδημίας που στρέφεται ενάντια στα προλεταριακά συμφέροντα και ανάγκες, πρέπει να αντιπαραθέσουμε τον συλλογικό αγώνα για την ικανοποίηση των αναγκών μας, που περιλαμβάνουν και τον καθολικό εμβολιασμό.

Πρώτο: εφόσον η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού είναι καθολική για όλο τον ενήλικο πληθυσμό, δεν υπάρχει κανένας υπεράνω του διλήμματος, όλοι κι όλες βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Δεύτερο: με βάση τα παραπάνω αποσπάσματα, τόσο ο Γ.Ε., όσο και αυτοί που υπογράφουν το κείμενο 1 είναι υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού, απλώς φοβούνται να το διατυπώσουν ρητά και ξεκάθαρα. Αντίθετα κινητοποιούν πλήθος αφαιρέσεων και μεταφυσικής («κοινή ουσία των ατόμων», κλπ) για να πουν τι; Ότι το (σεβαστό) κομμάτι της τάξης που δεν έχει εμβολιαστεί, πρέπει να πάει να εμβολιαστεί από μόνο του ως πράξη ταξικής αλληλεγγύης κι όχι επειδή το υποχρεώνει το κράτος. Έτσι κατά τη γνώμη τους, “αίρεται ο αποκλεισμός των ανεμβολίαστων και δημιουργείται η πραγματική κοινότητα” κλπ Μόνο που έτσι δεν αίρεται κανένας αποκλεισμός: επειδή βαφτίζετε το ψάρι (δηλαδή τον υποχρεωτικό εμβολιασμό), κρέας (δηλαδή ταξική αλληλεγγύη), δεν σημαίνει κιόλας ότι το ψάρι είναι κρέας. Επίσης, έτσι δεν δημιουργείται καμιά κοινότητα: οι κοινότητες είναι ενεργές διαδικασίες συλλογικής κίνησης, κι  όχι υποστασιοποιημένες οντότητες στη βάση κάποιου «κοινού» χαρακτηριστικού.

Εξάλλου,  η αιτία που δεν εμβολιάζεται, το συντριπτικότερο κομμάτι της τάξης που αρνείται να εμβολιαστεί, δεν είναι το γεγονός ότι υπερασπίζεται κάποια φιλοσοφική έννοια της ελευθερίας (ή της αυτοδιάθεσης του σώματος), αλλά το γεγονός ότι φοβάται. Αυτός ο φόβος δεν είναι ούτε παράλογος, ούτε αβάσιμος: έχει λογική βάση και οφείλεται αφενός στο ότι ως εκμεταλλευόμενοι δεν έχουμε καμιά δυνατότητα ελέγχου της τεχνοεπιστημονικής διαδικασίας και αφετέρου στην υλική εμπειρία αυτού που ο καθένας και καθεμιά, βλέπει -όσο μπορεί να διακρίνει- μπροστά στα μάτια του: επιστήμονες να παραιτούνται καταγγέλλοντας ότι δεν αναγνωρίζονται οι παρενέργειες του εμβολιασμού, ή ότι δεν καταγράφονται, ανθρώπους να πεθαίνουν ή να έχουν σοβαρές παρενέργειες από το εμβόλιο, κλπ. Η ιδεολογική αντίθεση στον εμβολιασμό και στην υποχρεωτικότητα, ό,τι πρόσημο και να έχει, αφορά το πολιτικά οργανωμένο κομμάτι των ανεμβολίαστων (δεν πιάνω καν το ζήτημα, πόσες δόσεις φόβου και ανασφάλειας υπάρχουν και σ αυτό το κομμάτι) και με αυτό το κομμάτι επιλέγει να αντιπαρατεθεί και η κριτική του Γ.Ε. και το κείμενο 1: ωστόσο αυτό το κομμάτι αποτελεί μια συντριπτική μειοψηφία όσων δεν έχουν εμβολιαστεί.  Αυτό πάει να πει ανάμεσα στα άλλα, ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κριτικής του Γ.Ε., που αφορά τους ανεμβολίαστους, είναι άστοχο.

Σε κάθε περίπτωση ένα κομμάτι της τάξης αρνείται να εμβολιαστεί και δεν πρόκειται να πειστεί από τα επιχειρήματα του Γ.Ε. υπέρ της ταξικής αλληλεγγύης. Αυτό το κομμάτι  αντικειμενικά είτε υφίσταται την υφαρπαγή του έμμεσου μισθού του (80-100 ευρώ το μήνα, μόνο για να πάει στην δουλειά), είτε τις απολύσεις από την εργασία τους (στον ιδιωτικό τομέα), είτε ως πρώην ήρωες  υγειονομικοί, όντας σε αναστολή εργασίας, ετοιμάζονται να πεταχτούν στον καιάδα.

Άρα: Θέση υπέρ της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σημαίνει ρητά και ξεκάθαρα κατάφαση στις απολύσεις υγειονομικών και εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, όπως και συνηγορία στην κλοπή του έμμεσου μισθού των ανεμβολίαστων.

Και πιρουέτες της λογικής του τύπου: «Το γεγονός ότι το κράτος εκμεταλλεύεται την ατομικιστική εν τέλει εναντίωση των ανεμβολίαστων υγειονομικών για να προχωρήσει σε απολύσεις και να προωθήσει την αναδιάρθρωση του ΕΣΥ πρέπει να καταγγελθεί και να αντιπαλευτεί μέσω των αγώνων των εργαζομένων, οι οποίοι όμως θα είναι ταυτόχρονα ξεκάθαροι ως προς την συλλογική αναγκαιότητα και επιλογή του εμβολιασμού» (θέση Ζ6), ηχούν σαν κακόγουστα αστεία (δεν λέω καν “αντιφάσεις”, η έννοια είναι ήδη πληθωριστική στην επαναστατική φιλολογία). Είναι σαν να λέτε: εσείς που αύριο θα απολυθείτε επειδή δεν εμβολιαστήκατε, παλέψτε ενάντια στις απολύσεις σας, αφού πρώτα εμβολιαστείτε («ξεκάθαροι ως προς την συλλογική επιλογή του εμβολιασμού»).

Τέλος είμαι αναγκασμένος να κάνω μερικά σχόλια για τις υπόλοιπες θέσεις της κριτικής (Ζ.2-Θ), χωρίς σε καμιά περίπτωση να την εξαντλώ σημείο προς σημείο.

Ζ2: θα μπορούσα να πω ότι «οι διαχωρισμοί εντός της τάξης» προωθούνται αμφοτερόπλευρα και κυρίως όσο σκληραίνουν οι ιδεολογικές γραμμές του δίπολου, ειδικά αυτές που περιφράζουν τα δύο στρατόπεδα (υπέρ ή κατά του εμβολιασμού). Δεν το λέω όμως, επειδή καλό είναι να μην βαυκαλιζόμαστε: η πραγματική σχέση με την τάξη και των μεν και των δε, είναι σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτη. Χωρίς να θέλω να είμαι ισοπεδωτικός, θεωρώ ότι αυτό  αφορά ειδικά όσους φλυαρούν ασύστολα και σπαταλούν όλο το χρόνο τους για να επιδίδονται σε ανούσιο χαρτοπόλεμο (έντυπο ή ηλεκτρονικό).

Ζ3: το επιχείρημα ότι η εναντίωση στην υποχρεωτικότητα βρίσκεται εντός της ρητορικής της ατομικής επιλογής, δεν μας αφορά, του ασκούμε άλλωστε συντριπτική κριτική στο κείμενο μας.

Ζ4: Γράφει ο Γ.Ε.:  «η κριτική της επιστήμης μπορεί κάλλιστα να έχει αντιδραστικό περιεχόμενο, κλπ». Γράφετε, εξάλλου στο κείμενο 1: «η κάθε επιστημονική θέση υπάρχει μέσα σε ένα δεδομένο ιστορικό πλαίσιο και αντικατοπτρίζει υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις». Καταρχήν σωστές και οι δύο θέσεις σ ένα γενικό και αόριστο πλαίσιο. Μόνο που  αυτές οι θέσεις δεν μας απαλλάσσουν από το καθήκον, να κρίνουμε ειδικά και συγκεκριμένα τις διαδικασίες, τους όρους και τα δεδομένα παραγωγής των συγκεκριμένων εμβολίων, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια τους. Τόσο ο Γ.Ε. στην κριτική που μας ασκεί, όσο και η Αντίθεση και ο Π.Ρ. στο κείμενο 1, δεν κάνουν κάτι τέτοιο: θεωρούν δεδομένη την αποτελεσματικότητα των εμβολίων (και των 10! που υπάρχουν), παρά το γεγονός ότι προβλέπουν -όταν γράφτηκε το κείμενο- «καταστροφή για το επόμενο διάστημα» κλπ Άρα: άρα και σ αυτό το σημείο, φοβάμαι ότι πλέουν ελεύθερα στα πελάγη του αφηρημένου.

Τέλος. Ο Γ.Ε. έχει δίκιο όταν γράφει ότι το κίνημα της εναντίωσης στον εμβολιασμό δεν περιορίζεται στην άκρα δεξιά, αλλά αγκαλιάζει και κομμάτια της αριστεράς και της αντιεξουσίας (αν και η κριτική που ασκεί στην αριστερά στο σημείο ΣΤ, είναι κατά τη γνώμη μου άστοχη). Έχει άδικο ωστόσο να πιστεύει ότι προσπαθούμε «να συμφιλιώσουμε αγεφύρωτες αντιφάσεις». Επειδή,  η στάση μας, για ένα πολιτικό υποκείμενο, δεν διαφέρει αν έχει μια πολιτική θέση άρνησης της πανδημίας και παρότρυνσης του κόσμου να μην φοράει μάσκες ή να μην εμβολιαστεί επειδή αυτό αντίκειται στην ιδέα περί αυτοδιάθεσης του σώματος/ατομικής ελευθερίας κλπ (για να μην πούμε τίποτα άλλο), από το αν έχει μια πολιτική θέση άκριτης υπεράσπισης των πορισμάτων της καπιταλιστικής επιστήμης, ή  συνηγορίας στις απολύσεις των υγειονομικών.

Στεκόμαστε εξίσου εχθρικοί κι εχθρικές απέναντι και στις δύο αυτές πολιτικές θέσεις.

Hobo

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.